- δέψης
- οο βυρσοδέψης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέψης — δέψα skin fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
νακοδέψης — νακοδέψης, ὁ (Α) ο βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. νάκη «προβιά» + δέψης (< δέφω «τρίβω, μαλακώνω), πρβλ. βυρσο δέψης, σκυλο δέψης] … Dictionary of Greek
λευκοδεψία — η βυρσοδεψική μέθοδος κατά την οποία γίνεται κατεργασία δέρματος μέσα σε χλωριούχο νάτριο και στυπτηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοδέψης (< λευκ(ο) * + δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω), πρβλ. βυρσο δέψης] … Dictionary of Greek
ρινοδέψης — ὁ, Α βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + δέψης (< δέφω «κατεργάζομαι δέρματα»), πρβλ. βυρσο δέψης] … Dictionary of Greek
σκυλοδέψης — και σκυλοδέσφης, ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + δέψης / δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσο δέψης] … Dictionary of Greek
σκυτοδέψης — και σκυτόδεψος, ὁ, Α 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης 2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο… … Dictionary of Greek
βυρσοδέψης — ο (AM βυρσοδέψης) τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα νεοελλ. ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω»] … Dictionary of Greek
γλωττοδεψώ — ( έω) (Α) γλωττοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δεψώ < δέψης < δέφω «μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το»] … Dictionary of Greek
λιποδεψία — η η κατεργασία δερμάτων άγριων ή ήμερων ζώων με λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + δεψία (< δέψης < δέφω «κατεργάζομαι δέρματα»), πρβλ. βυρσο δεψία, ρινο δεψία] … Dictionary of Greek